Κατηγορία: Ξ

Ξιπάϊασα:


Ξεπάγιασα:

Κλεiσι α…ρέ του παραθύρ’! μας ξιπάϊασις ουλνούς!

Ξιπιτούτου:

Επίτηδες.

Τι νόμ’σις! ξιπιτούτου σι φώναξα να ιέρθ’ς, μπάκι φύφ’γ κι δι ρθεί στού καφινείου.

Ξισόϊδιασι:

Όταν κάποιος δεν έχει ομοιότητηες σε εξωτερικά χαρακτηριστικά ή ο χαρακτήρας του δεν έχει ομοιότητες με το σόϊ του, ή έχει ή θέλει να απομακρυνθεί απ’ τους συγγενείς του. Τα παραπάνω ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Αϊ ξάδιρφι ξισόϊδιασαμι ντίπ! πόσα χρόνια ιέχ’ς να πατήεις του πουδάρι’ς στού χουριό κι στού σπίτ’ μας;

Ξιρουπάϊδα:

Αδύνατη τόσο ώστε φαίνονται τα παϊδια της.

Αυτήν είνι σα ξιρουπάϊδα, άμα την φ’σήξου θα πιέσ’ καταή.

Ξαπόστασα:

Ξεκουράστηκα.

Ακούμπ’σα εδωϊάς λιγάκ’ κι ξαπόστασα, άϊτι να σκουθού γιτί ιέχου κι άλλες δλειές να φτιάσου.

Ξετσαουλιάστ’κα:

Χασμουργιέμαι με πολύ ανοιχτά τα σαγόνια.

Ξετσαουλιάατ’κα απ’ τη νύστα πάου να ξαπλουθού.

Ξεστρίφτ’κα:

Διαλύθηκα, εξοντώθηκα,

Ξισρτίφτ’κα απ τα γέλια σταμάτα σ’ λέου!

Ξιέμαι:

Ξύνομαι.

Μι τάραξαν αυτά τα ρμαδιακά τα κνούπια, ξιέμαι ούλ’ την ώρα, δι μι γλέπ’ς;

Ξ’λόχερος:

Ο αδέξιος.

Ξ’λόχερος είσι κι σ’ πέφνε τα πιάτα απ’ του χιέρι’ς;

Ξιμπαρδακώθ’κε:

Χάλασε.

Τρακάρ’σε μι τ’ αμ΄ξ’ κι τού ξιμπαρδάκουσε σ’ λέου, ιευτιχώς αυτός δεν ιέπαθι τίποτας.

error: Content is protected !!